Ο ρόλος της διατροφής στην αντιμετώπιση ιών και βακτηρίων

Ο ρόλος της διατροφής στην αντιμετώπιση ιών και βακτηρίων
1 min χρόνος ανάγνωσης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Πολλές έρευνες οι οποίες διεξάγονται τα τελευταία χρόνια επικεντρώνονται στην επίδραση και τις επιπτώσεις που έχει η διατροφή στην υγεία του ανθρώπου. Σε ένα περιβάλλον που αλλάζει διαρκώς, η διατροφή είναι ένας από τους μηχανισμούς που βοηθούν στη διατήρηση της υγείας.  Η ανθρώπινη υγεία εξαρτάται από πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ οδών, διαδικασιών και μορίων, όπως επίσης και από διάφορους μηχανισμούς σε κύτταρα, ιστούς και όργανα. Μια ασθένεια για να προκληθεί, σημαίνει ότι κάποιος από τους ανεπτυγμένους μηχανισμούς που χρησιμοποιεί ο οργανισμός μας, δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε, και άρα δεν δρα προστατευτικά. Ο τρόπος ζωής και άλλες συνθήκες, περιβαλλοντικές ή εσωτερικές, όπως η διατροφή, μπορούν να μειώσουν τη λειτουργικότητα και την ελαστικότητα αυτών των μηχανισμών. Αυτή η απώλεια μειωμένης απόδοσης των μηχανισμών έχει σαν αποτέλεσμα την αδυναμία διατήρησης υγειών αποκρίσεων.

ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΜΕ ΤΟ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Όταν το ανοσοποιητικό σύστημα λειτουργεί σωστά, τότε είναι το «κλειδί» για την παροχή άμυνας του οργανισμού απέναντι σε παθογόνους οργανισμούς, αλλά ταυτόχρονα και στην ανοχή σε μη απειλητικούς οργανισμούς, σε συστατικά των τροφών, όπως και στον ίδιο τον οργανισμό. Το ανοσοποιητικό σύστημα είναι πολύπλοκο που περιλαμβάνει πολλούς διαφορετικούς τύπους κυττάρων που κατανέμονται σε όλο το σώμα και πολλούς διαφορετικούς χημικούς μεσολαβητές, μερικοί από τους οποίους εμπλέκονται άμεσα στην άμυνα, ενώ άλλοι έχουν ρυθμιστικό ρόλο. Η μη βέλτιστη ανοσολογική ικανότητα αυξάνει την ευαισθησία σε διάφορες λοιμώξεις. Ο υποσιτισμός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους εξασθενεί το ανοσοποιητικό σύστημα και αυτόματα ο οργανισμός γίνεται πιο ευαίσθητος σε λοιμώξεις. Πρακτικά όλες οι μορφές ανοσίας επηρεάζονται από την έλλειψη πρωτεϊνών και ενέργειας.

Επειδή το ανοσοποιητικό σύστημα λειτουργεί διαρκώς χρειάζεται συνεχόμενη παροχή ενέργειας. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου έχει να αντιμετωπίσει έναν παθογόνο οργανισμό, η ανάγκη για ενέργεια αυξάνεται κατακόρυφα. Αυτή η ζήτηση μπορεί να ικανοποιηθεί από εξωγενείς πηγές, δηλαδή από τη διατροφή, και από ενδογενείς ομάδες. Τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τη γλυκόζη, τα αμινοξέα, αλλά και τα λιπαρά οξέα ως καύσιμα, ώστε να παράγουν την απαιτούμενη ενέργεια που χρειάζονται. Αρχικά, η ενέργεια που προκύπτει, περιλαμβάνει φορείς ηλεκτρονίων και μια σειρά συνενζύμων, τα οποία είναι συνήθως παράγωγα βιταμινών. Στη συνέχεια, το τελικό συστατικό της πορείας παραγωγής ενέργειας, περιλαμβάνει φορείς ηλεκτρονίων που έχουν σίδηρο (Fe) ή χαλκό (Cu) στην ενεργή τους θέση.

Η ενεργοποίηση της ανοσοαπόκρισης προκαλεί την παραγωγή πρωτεϊνών, συμπεριλαμβανομένων ανοσοσφαιρινών, κυτοκινών, μορίων προσκόλλησης και πρωτεϊνών οξείας φάσης, όπως επίσης και μεσολαβητών που προέρχονται από λιπίδια. Για να ανταποκριθεί ο οργανισμός όσο καλύτερα γίνεται σε μια ανοσολογική πρόκληση, είναι απαραίτητο να υπάρχει ένας κατάλληλος ενζυμικός μηχανισμός για τη σύνθεση και τη ρύθμιση του RNA και των πρωτεϊνών, όπως επίσης και άφθονο υπόστρωμα. Πιο συγκεκριμένα χρειάζονται νουκλεοτίδια για σύνθεση RNA, το σωστό μείγμα αμινοξέων για σύνθεση πρωτεϊνών και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (PUFA) για τη σύνθεση εικοσανοειδών. Ένα σημαντικό συστατικό της ανοσοαπόκρισης είναι η οξειδωτική έκρηξη, κατά την οποία οι ρίζες ανιόντων υπεροξειδίου παράγονται από οξυγόνο σε μια αντίδραση που συνδέεται με την οξείδωση της γλυκόζης. Τα αντιδραστικά είδη οξυγόνου που παράγονται μπορεί να είναι επιβλαβή για τους ιστούς-ξενιστές και επομένως είναι απαραίτητοι αντιοξειδωτικοί προστατευτικοί μηχανισμοί. Μεταξύ αυτών είναι οι κλασικές αντιοξειδωτικές βιταμίνες (βιταμίνες Ε και C), η γλουταθειόνη, τα αντιοξειδωτικά ένζυμα και το ένζυμο ανακύκλωσης της γλουταθειόνης, η υπεροξειδάση γλουταθειόνης. Όλα τα αντιοξειδωτικά ένζυμα έχουν μεταλλικά ιόντα στην ενεργή τους θέση (Mn, Cu, Zn, Fe και Se). 

Ο κυτταρικός πολλαπλασιασμός είναι βασικός παράγοντας για την ανοσοαπόκριση, παρέχοντας ενίσχυση και μνήμη. Εκτός από την ενέργεια, αυτό χρειάζεται σαφώς μια παροχή νουκλεοτιδίων (για σύνθεση DNA και RNA), αμινοξέα (για σύνθεση πρωτεϊνών), λιπαρά οξέα, βάσεις και φωσφορικά (για σύνθεση φωσφολιπιδίων) και άλλα λιπίδια (π.χ. χοληστερόλη) και κυτταρικά συστατικά. Μερικά από τα κυτταρικά δομικά στοιχεία δεν μπορούν να συντεθούν σε κύτταρα θηλαστικών και πρέπει να παρέχονται τον οργανισμό μέσω της διατροφής (π.χ. απαραίτητα λιπαρά οξέα, αμινοξέα και μέταλλα). Τα αμινοξέα (π.χ. αργινίνη) είναι πρόδρομοι για τη σύνθεση πολυαμινών, οι οποίες παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της αντιγραφής του DNA, αλλά και της κυτταρικής διαίρεσης. Διάφορα μικροθρεπτικά συστατικά (π.χ. σίδηρος, φολικό, ψευδάργυρος, μαγνήσιο) εμπλέκονται επίσης στη σύνθεση των νουκλεοτιδίων και των νουκλεϊκών οξέων. Ορισμένα θρεπτικά συστατικά, όπως οι βιταμίνες A και D, είναι άμεσοι ρυθμιστές της γονιδιακής έκφρασης στα ανοσοκύτταρα και παίζουν βασικό ρόλο στην ωρίμανση, διαφοροποίηση και ανταπόκριση των ανοσοκυττάρων. Είναι λοιπόν φανερό ότι οι ρόλοι των θρεπτικών συστατικών στη σωστή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος είναι πολλοί και ποικίλοι και είναι εύκολο να εκτιμηθεί ότι μια επαρκής και ισορροπημένη παροχή αυτών είναι απαραίτητη για την κατάλληλη ανοσοαπόκριση. Στην ουσία, η καλή διατροφή δημιουργεί ένα περιβάλλον στο οποίο το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να ανταποκριθεί κατάλληλα σε μια πρόκληση, ανεξάρτητα από τη φύση της πρόκλησης. Η απόκριση αυτή μπορεί να είναι ενεργά καταστροφική ή πιο παθητική.

Όπως προαναφέρθηκε, ο υποσιτισμός βλάπτει το ανοσοποιητικό σύστημα, καταστέλλοντας τις ανοσολογικές λειτουργίες που απαιτούνται για την προστασία από παθογόνους οργανισμούς, αυξάνοντας έτσι την ευαισθησία σε λοίμωξη. Ο υποσιτισμός που οδηγεί σε βλάβη της ανοσολογικής λειτουργίας μπορεί να οφείλεται σε ανεπαρκή πρόσληψη ενέργειας και μακροθρεπτικών συστατικών ή / και λόγω ελλείψεων σε συγκεκριμένα μικροθρεπτικά συστατικά. Αυτά, μπορεί να συμβούν σε συνδυασμό.

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΩΝ ΜΙΚΡΟΘΡΕΠΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΑΤΙΚΩΝ ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ

Φαίνεται πιθανό, ότι πολλές ανεπάρκειες θρεπτικών συστατικών μπορεί να έχουν πολύ σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, και ως εκ τούτου μειωμένη ανθεκτικότητα στις μολύνσεις. Αυτή η ενότητα θα περιγράψει τη σημασία πέντε επιλεγμένων μικροθρεπτικών συστατικών που σχετίζονται άμεσα με την ανοσολογική λειτουργία και την ευαισθησία στις λοιμώξεις.

Βιταμίνη Α

Υπάρχουν πολλές κριτικές σχετικά με το ρόλο της βιταμίνης Α και της δράσης της στο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως επίσης και στην ευαισθησία του ξενιστή σε λοίμωξη. Η ανεπάρκεια βιταμίνης Α βλάπτει τη λειτουργία του φραγμού, αλλάζει την ανοσοαπόκριση και αυξάνει την ευαισθησία σε μια σειρά από λοιμώξεις. Μελέτες που έγιναν σε ποντίκια με ανεπάρκεια βιταμίνης Α, δείχνουν πράγματι διάσπαση του φραγμού του εντέρου και μειωμένη έκκριση βλέννας, γεγονός που διευκολύνει την είσοδο παθογόνων οργανισμών στον οργανισμό μας. Εκτός από τη λειτουργία φραγμού, πολλές πτυχές της έμφυτης ανοσίας επηρεάζονται εξίσου από τη βιταμίνη Α. Για παράδειγμα, η βιταμίνη Α ελέγχει την ωρίμανση των ουδετερόφιλων (είδος λευκών αιμοσφαιρίων με έντονη δράση και συμβολή στο ανοσοποιητικό σύστημα) και στην ανεπάρκεια της βιταμίνης Α, παρ’ όλο που ο αριθμός των ουδετερόφιλων στο αίμα αυξάνεται, η φαγοκυτταρική λειτουργία τους είναι μειωμένη, με αποτέλεσμα μειωμένη ικανότητα θανάτωσης βακτηρίων.

Η ανεπάρκεια βιταμίνης Α μπορεί επίσης να επηρεάσει την ανταπόκριση του οργανισμού μας στον εμβολιασμό. Βάση μιας μελέτης που έγινε σε παιδιά στην Ινδονησία, τα παιδιά με ανεπάρκεια βιταμίνης Α που εφοδιάστηκαν με βιταμίνη Α έδειξαν υψηλότερη απόκριση αντισωμάτων στον εμβολιασμό τετάνου από ό, τι παρατηρείται σε παιδιά με ανεπάρκεια βιταμίνης Α. Η ανεπάρκεια βιταμίνης Α σχετίζεται με αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα στα παιδιά και φαίνεται να προδιαθέτει την εμφάνιση αναπνευστικών λοιμώξεων, διάρροιας και σοβαρής ιλαράς. Η αναπλήρωση της βιταμίνης Α σε παιδιά με ανεπάρκεια βελτιώνει την ανάρρωση από μολυσματικές ασθένειες και μειώνει τη θνησιμότητα.

Βιταμίνη D

Η βιταμίνη D δρα δεσμεύοντας τον υποδοχέα της και ρυθμίζοντας την γονιδιακή έκφραση στα κύτταρα στόχους. Η δράση της περιλαμβάνει την προώθηση της φαγοκυττάρωσης, τη σύνθεση υπεροξειδίων και τη βακτηριακή θανάτωση, αλλά ταυτόχρονα αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των Τ-κυττάρων, και την παραγωγή κυτοκινών τύπου Th1 και αντισωμάτων από β-κύτταρα. Συνολικά, τα τρέχοντα στοιχεία δείχνουν ότι η βιταμίνη D είναι ρυθμιστής της ανοσολογικής λειτουργίας, αλλά ότι οι επιπτώσεις της θα εξαρτηθούν από την ανοσολογική κατάσταση (π.χ. υγεία, μολυσματικές ασθένειες και αυτοάνοσες ασθένειες).

Μέχρι στιγμής, φαίνεται ότι τα άτομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, έχουν υψηλότερο κίνδυνο ιογενών λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος. Βάση μια μελέτης που έγινε σε Ιάπωνες μαθητές, μετά από χορήγηση βιταμίνης D για 4 μήνες, φάνηκε ότι κατά τη διάρκεια του χειμώνα ο κίνδυνος για γρίπη μειώθηκε κατά 40%. Αυτή, όπως και άλλες μελέτες που έχουν γίνει, δείχνει ότι μία από τις δράσεις της βιταμίνης D, είναι και η μείωση της ευαισθησίας σε λοίμωξεις.

Βιταμίνη Ε

Η βιταμίνη Ε είναι η κύρια λιποδιαλυτή αντιοξειδωτική βιταμίνη και είναι απαραίτητη στον οργανισμό για την προστασία της μεμβράνης των λιπιδίων από την υπεροξείδωση. Υπάρχουν αρκετές κριτικές σχετικά με το ρόλο της βιταμίνης Ε στο ανοσοποιητικό σύστημα και την ευαισθησία του ξενιστή σε λοίμωξη. Σε μελέτες που έγιναν σε πειραματόζωα, φάνηκε ότι η ανεπάρκεια βιταμίνης Ε μειώνει τον πολλαπλασιασμό των λεμφοκυττάρων, τη φυσική δραστικότητα των κυττάρων «φονιάδων», την παραγωγή ειδικών αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό και την φαγοκυττάρωση από ουδετερόφιλα. Η ανεπάρκεια βιταμίνης Ε αυξάνει επίσης την ευαισθησία των ζώων σε μολυσματικούς παθογόνους οργανισμούς. Μελέτες σε εργαστηριακά ζώα, έδειξαν επίσης ότι η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης Ε μαζί με τη διατροφή ενισχύει την παραγωγή αντισωμάτων, τον πολλαπλασιασμό των λεμφοκυττάρων, την παραγωγή κυτοκινών τύπου Th1, τη φυσική δραστικότητα των κυττάρων «φονιάδων» και τη φαγοκυττάρωση των μακροφάγων. 

Υπάρχει μια θετική συσχέτιση μεταξύ της βιταμίνης Ε που βρίσκεται στο πλάσμα και των ανοσοαποκρίσεων που προκαλούνται από τα κύτταρα, και έχει αποδειχθεί, βάση μελετών, μία αρνητική συσχέτιση μεταξύ της βιταμίνης Ε πλάσματος και του κινδύνου λοιμώξεων σε υγιείς ηλικιωμένους ενήλικες. Ορισμένες μελέτες αναφέρουν ότι η βιταμίνη Ε μειώνει τον κίνδυνο λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος σε ηλικιωμένους.

Ψευδάργυρος

Ο ψευδάργυρος δρα σαν συμπαράγοντας για τη δράση πολλών ενζύμων, αλλά είναι και ένας σημαντικός κρίκος για τη σύνθεση του DNA, στην κυτταρική ανάπτυξη και διαφοροποίηση, και την αντιοξειδωτική άμυνα. Όλες αυτές οι προαναφερόμενες λειτουργίες είναι πολύ σημαντικές για τη συνεισφορά τους στη λειτουργία των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος. Υπάρχουν πολλές κριτικές σχετικά με το ρόλο του ψευδαργύρου στο ανοσοποιητικό σύστημα και την ευαισθησία του ξενιστή σε λοίμωξη. Πιο συγκεκριμένα, η ανεπάρκεια ψευδαργύρου έχει σημαντική επίδραση στο μυελό των οστών, μειώνοντας τον αριθμό των προδρόμων στα ανοσοκύτταρα. Επιπλέον, η ανεπάρκεια ψευδαργύρου βλάπτει πολλές πτυχές της έμφυτης ανοσίας, συμπεριλαμβανομένης της φαγοκυττάρωσης, της φυσικής δραστηριότητας των κυττάρων «φονιάδων» και της αναπνευστικής εκρηκτικότητας.

Σε ασθενείς με ανεπάρκεια ψευδαργύρου που σχετίζονται με δρεπανοκυτταρική νόσο, η φυσική δραστικότητα των κυττάρων «φονιάδων» μειώνεται. Ωστόσο, η συμπλήρωση ψευδαργύρου την επαναφέρει σε φυσιολογικά επίπεδα. Η ευρεία επίδραση της ανεπάρκειας ψευδαργύρου στα κύτταρα του ανοσοποιητικού, συμβάλλει σημαντικά στην αυξημένη ευαισθησία σε λοίμωξη, ιδιαίτερα σε λοιμώξεις που αφορούν διάρροια και λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος.

Σελήνιο

Υπάρχουν αρκετές κριτικές σχετικά με το ρόλο του σεληνίου στο ανοσοποιητικό σύστημα και στην ευαισθησία του ξενιστή σε λοίμωξη. Έχει βρεθεί ότι το σελήνιο μπορεί να προστατεύσει από τις ανοσοκατασταλτικές επιδράσεις του οξειδωτικού στρες, ενεργώντας έτσι υπέρ της ενίσχυσης του ανοσοποιητικού συστήματος. Μελέτες που έγιναν σε πειραματόζωα, έδειξαν ότι η ανεπάρκεια σεληνίου επηρεάζει τόσο την έμφυτη όσο και την επίκτητη ανοσία, αυξάνοντας έτσι την ευαισθησία σε λοιμώξεις. 

Οι χαμηλότερες συγκεντρώσεις σεληνίου σε ανθρώπους έχουν επίσης συνδεθεί με αυξημένη μολυσματικότητα, μειωμένη δραστικότητα φυσικών κυττάρων «φονιάδων» και αυξημένο κίνδυνο για ασθένεια που οφείλεται σε μυκοβακτήρια. Η χρήση συμπληρωμάτων σεληνίου, έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει διάφορες πτυχές της ανοσολογικής λειτουργίας στους ανθρώπους , συμπεριλαμβανομένων των ηλικιωμένων. Μάλιστα, μια μελέτη που έγινε σε ενήλικες της Δύσης με χαμηλά επίπεδα σεληνίου, η χρήση συμπληρώματος σεληνίου βελτίωσε ορισμένες πτυχές της ανοσολογικής τους απόκρισης σε ένα εμβόλιο κατά της πολιομυελίτιδας.

ΠΡΟΒΙΟΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΕΒΙΟΤΙΚΑ

Υπάρχουν κοινά βακτήρια εντός της γαστρεντερικής οδού, τα οποία πιστεύεται ότι παίζουν ρόλο στην ανοσολογική άμυνα του ξενιστή δημιουργώντας ένα φράγμα κατά του αποικισμού από παθογόνους οργανισμούς. Μία ασθένεια και η χρήση αντιβιοτικών μπορούν να διαταράξουν αυτό το φράγμα, δημιουργώντας ένα περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη παθογόνων οργανισμών. Υπάρχουν τώρα στοιχεία ότι η παροχή εξωγενών, ζωντανών, «επιθυμητών» βακτηρίων, που ονομάζονται προβιοτικά, μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση του γαστρεντερικού φραγμού του ξενιστή. 

Οι προβιοτικοί οργανισμοί βρίσκονται σε ζυμωμένα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων των παραδοσιακών γαλακτοκομικών προϊόντων που καλλιεργούνται, αλλά και σε ορισμένα γάλατα που έχουν υποστεί ζύμωση. Τα οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενα προβιοτικά που χρησιμοποιούνται είναι οι γαλακτοβάκιλλοι και τα bifidobacteria. Αυτοί οι οργανισμοί είναι σε θέση να αποικίσουν προσωρινά στο έντερο, καθιστώντας απαραίτητη την τακτική κατανάλωσή τους. Επιπλέον, σε αυτές τις άμεσες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κοινών και προβιοτικών οργανισμών από τη μία πλευρά και των παθογόνων από την άλλη, οι κοινόχρηστοι και προβιοτικοί οργανισμοί μπορούν να αλληλεπιδράσουν με το επιθήλιο του εντέρου του ξενιστή και τους σχετικούς με το έντερο ανοσοποιητικούς ιστούς. Αυτές οι επικοινωνίες με τον ξενιστή μπορεί να συμβούν μέσω χημικών ουσιών που απελευθερώνονται από τα βακτήρια ή μέσω άμεσης επαφής κυττάρων-κυττάρων και μέσω αυτών των αλληλεπιδράσεων πιστεύεται ότι τα προβιοτικά μπορούν να επηρεάσουν την ανοσοποιητική λειτουργία, ακόμη και σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από το έντερο. Πολυάριθμες μελέτες έχουν εξετάσει την επίδραση διαφόρων προβιοτικών οργανισμών, είτε μόνοι είτε σε συνδυασμό, στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, τις μολύνσεις και τις φλεγμονώδεις καταστάσεις στους ανθρώπους. Ορισμένοι προβιοτικοί οργανισμοί φαίνεται να ενισχύουν την έμφυτη ανοσία (ιδιαίτερα φαγοκυττάρωση και φυσική δραστικότητα κυττάρων «φονιάδων»), αλλά φαίνεται να έχουν λιγότερο έντονη επίδραση στην επίκτητη ανοσία. Ορισμένες μελέτες έδειξαν θετικότερες αντιδράσεις σε εμβόλια σε άτομα που είχαν συχνή κατανάλωση προβιοτικών. Άλλες πάλι μελέτες που έγιναν σε παιδιά, αναφέρουν χαμηλότερη συχνότητα και διάρκεια διάρροιας μετά από κατανάλωση ορισμένων προβιοτικών.

Τα πρεβιοτικά είναι συνήθως υδατάνθρακες οι οποίοι δεν είναι εύπεπτοι από ένζυμα θηλαστικών, αλλά ζυμώνονται επιλεκτικά από το μικροβίωμα του εντέρου, οδηγώντας σε αυξημένο αριθμό ωφέλιμων βακτηρίων στο έντερο. Τα προβιοτικά περιλαμβάνουν φρουκτο-ολιγοσακχαρίτες τύπου ινουλίνης, γαλακτο-ολιγοσακχαρίτες και ξυλο-ολιγοσακχαρίτες. Τα βακτήρια που προωθούνται από τα πρεβιοτικά είναι συχνά γαλακτοβακίλλοι και bifidobacteria. Κατά συνέπεια, τα πρεβιοτικά έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν τα ίδια είδη ανοσολογικών επιδράσεων με τα προβιοτικά, ενεργώντας μέσω παρόμοιων μηχανισμών, αν και μπορεί επίσης να υπάρχουν άμεσες επικοινωνίες μεταξύ των ίδιων των πρεβιοτικών και των κυττάρων του ανοσοποιητικού ξενιστή. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για ανοσορρυθμιστικές επιδράσεις των πρεβιοτικών, αλλά πολλά πειράματα που διεξήχθησαν σε ανθρώπινα άτομα είναι δύσκολο να ερμηνευθούν επειδή τα πρεβιοτικά και τα προβιοτικά χρησιμοποιούνται συχνά σε συνδυασμό.

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΜΟΛΥΝΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Όπως είπαμε και προηγουμένως, μια κακή διατροφική κατάσταση βλάπτει το ανοσοποιητικό μας σύστημα και το καθιστά ευάλωτο σε μολύνσεις και παθογόνους οργανισμούς. Επομένως υπάρχει μια αλληλένδετη σχέση μεταξύ της διατροφής, της μόλυνσης και της ανοσίας.

Η ανορεξία, η αυξημένη ενεργειακή δαπάνη και η ανακατανομή των θρεπτικών ουσιών προκαλούνται από παράγοντες ξενιστές (κυρίως φλεγμονώδεις κυτοκίνες), ενώ η δυσαπορρόφηση και η δυσπεψία προκαλούνται από το παθογόνο. Το αποτέλεσμα είναι ότι μια αυξημένη απαίτηση θρεπτικών ουσιών συμπίπτει με μειωμένη πρόσληψη θρεπτικών συστατικών, μειωμένη απορρόφηση θρεπτικών ουσιών και απώλειες θρεπτικών ουσιών.

Συμπερασματικά, βάση των όσων είδαμε, είναι φανερό ότι η διατροφή συνδέεται άμεσα με τη λειτουργία του ανοσοποιητικού και της άμυνας του οργανισμού απέναντι σε ιούς και βακτήρια. Φαίνεται ότι γενικά, θα πρέπει να μειώσουμε τη κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών και να υιοθετήσουμε ένα υγιεινό διατροφικό πρότυπο, ώστε να θωρακίσουμε όσο καλύτερα γίνεται τον οργανισμό μας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *